Η Ακροναυπλία (τουρκ. Ιτς-Καλέ) είναι βραχώδης χερσονησίδα που αποτελούσε στην αρχαιότητα την ακρόπολη του Ναυπλίου. Βρίσκεται απέναντι από το Μπούρτζι και δεξιά του Ναυπλίου κατά την είσοδο στο μυχό του Αργολικού κόλπου. Είναι προσιτή μόνο από Βορρά δια μιας τεχνητής ιστορικής χαράδρας τη λεγόμενη Αρβανιτιά. Η χερσονησίδα αυτή έχει μέσο ύψος από επιφάνεια θαλάσσης 45 μ., μέγιστο μήκος από ανατολάς προς δυσμάς 900 μ. και πλάτος περίπου 400 μ. Κάποια μέρη των τειχών της Ακροναυπλίας είναι κυκλώπεια που αποτέλεσαν τις βάσεις των μετέπειτα οχυρώσεων, τα οποία τμήματα σώζονται μέχρι και σήμερα.
Η ιστορία της Ακροναυπλίας ακολουθεί την ιστορική τύχη του Ναυπλίου που περιήλθε στους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Φράγκους, τους Ενετούς και τους Τούρκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας. Συγκεκριμένα οι Ενετοί είχαν προβεί σε συστηματική νέα οχύρωση σύμφωνα με το νέο οχυρωματικό καθεστώς που είχε επιβάλει η ανακάλυψη της πυρίτιδας και η παράλληλη χρήση των πυροβόλων όπλων. Έτσι το 1502 επαύξησαν την οχύρωση με την κατασκευή του βορειοανατολικού πύργου που βλέπει προς το Παλαμήδι καθώς και τον αυτοτελή προμαχώνα στη δυτική πλευρά προς τον κόλπο στον οποίο και τοποθέτησαν πέντε μεγάλα ισομεγέθη πυροβόλα (κανόνια) τα λεγόμενα τότε «πέντε αδέλφια», εξ ου και η τότε ονομασία «κάστρο πέντε αδέλφια».
Το 1540 το Ναύπλιο καταλήφθηκε από τους Τούρκους οι οποίοι ενίσχυσαν περισσότερο την οχύρωση της Ακροναυπλίας με μεγαλύτερα κανόνια ονομάζοντάς την Ιτς-Καλέ (= εσωτερικό κάστρο). Το 1686 ακολουθεί δεύτερη ενετική κυριαρχία του Ναυπλίου και αυτής το 1715 δεύτερη τουρκική κυριαρχία. Σ` αυτή την περίοδο οι Τούρκοι ενισχύουν το Ιτς-Καλέ και το Παλαμήδι με 400 κανόνια, εκ των οποίων τα 84 ήταν των 64 λιβρών έκαστο. Τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι συνέχιζαν τις επισκευές και νέες κατασκευές του κάστρου.
Τη νύκτα της 30ης Νοεμβρίου του 1822 οι Έλληνες υπό τον Στάικο Σταϊκόπουλο καταλαμβάνουν το Παλαμήδι και με τα κανόνια αυτού άρχισαν να κανονιοβολούν την Ακροναυπλία. Στις 3 Δεκεμβρίου (μόλις 3 ημέρες μετά) οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν και παρέδωσαν το κάστρο στον τότε αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο οποίος υψώνει στις επάλξεις τη σημαία της ελευθερίας και τοποθετεί πρώτο φρούραρχο του κάστρου τον Σπετσιώτη Αναστάσιο Κουτρουμπή. Δυστυχώς όμως η ελληνική φαγωμάρα που ξέσπασε το 1824 συνέπεια της οποίας ήταν η σύλληψη του Κολοκοτρώνη και φυλάκισή του στην Ύδρα οδήγησε την τότε κυβέρνηση στην αλλαγή του φρουράρχου τοποθετώντας τον έμπιστο αυτής Νάσο Φωτομάρα. Το 1828 όταν έγινε κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδίστριας αρχιφρούραρχος των Φρουρίων του Ναυπλίου ανέλαβε ο συνταγματάρχης Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ ο οποίος με τη σειρά του παραχώρησε τη φρουραρχία της Ακροναυπλίας σε 50 Σπετσιώτες υπό τον Καπετάν Νικόλαο Γουδή.
Την εποχή εκείνη ο Κυβερνήτης αντιλαμβανόμενος την αξία του φρουρίου φρόντισε για τον καθαρισμό του από τους σωρούς των ερειπίων και ανοικοδόμησε όλα τα τμήματα που είχαν υποστεί φθορές όπως και του κανονιοστασίου που είχε ολοσχερώς γκρεμιστεί. Επίσης ίδρυσε εντός του χώρου στρατιωτικό νοσοκομείο καθώς και ένα μικρό ναό πλησίον αυτού.
Κατά την βασιλεία του Όθωνα ο βαυαρικός στρατός που ανέλαβε τη φρούρηση του Ναυπλίου συμπλήρωσε τις επισκευές των οχυρωμάτων, την ανέγερση στρατιωτικών αποθηκών και τελειοποίησε τις εγκαταστάσεις του στρατιωτικού νοσοκομείου. Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα ο Όθωνας διέταξε τον Ιούλιο του 1835 την γενική επισκευή όλων των οχυρωματικών έργων και των προμαχώνων της Ακροναυπλίας (Ιτς-Καλέ) , καθώς και τον εξοπλισμό με νέα πυροβόλα.
Κατά τη βασιλεία του Γεωργίου του Α΄ μέσα στο φρούριο αυτό κτίσθηκαν μεγάλοι στρατώνες πεζικού, στρατιωτικές φυλακές καθώς και μεγάλες υπόγειες δεξαμενές συλλογής ομβρίων υδάτων. Την εποχή εκείνη η Ακροναυπλία αποτελούσε το κέντρο στρατωνισμού όλων των στρατιωτών της Πελοποννήσου.
Επί βασιλείας των Κωνσταντίνου του Α΄ και Αλεξάνδρου του Α΄ οι στρατιωτικές πλέον φυλακές της Ακροναυπλίας άρχισαν σιγά σιγά να ευπρεπίζονται σύμφωνα με τα νεότερα σωφρονιστικά συστήματα και με απασχόληση των καταδίκων σε επαγγελματικές δραστηριότητες συγκροτώντας διάφορα συνεργεία π.χ. ξυλουργών, υποδηματοποιών κ.λπ.